- οξυκώκυτος
- ὀξυκώκυτος, -ον (Α)αυτός που θρηνήθηκε με γοερές κραυγές («παιδὸς τόδ' ᾔσθετ' ὀξυκώκυτον πάθος», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + κωκυτός «θρήνος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυκώκυτον — ὀξυκώκῡτον , ὀξυκώκυτος wailed with shrill cries masc/fem acc sg ὀξυκώκῡτον , ὀξυκώκυτος wailed with shrill cries neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek